- πάχυς
- ὁβλ. πήχυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχύς — thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
παχύς, -ιά, -ύ — γεν. ιού, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ. 2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί. 3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχέα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παχέᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παχύς thick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρων — παχύς thick fem gen pl παχύς thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρως — παχύς thick adverbial παχύς thick masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχίον — παχύς thick masc/fem voc comp sg παχύς thick neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύ — παχύς thick masc voc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτερον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχιστον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)